Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Κριτική ματιά στο μύθο του Πρωταγόρα



Ας δούμε πιο κριτικά το μύθο του Πρωταγόρα. Είναι ανάγκη ιδιαίτερα να επισημάνουμε ορισμένες ανακόλουθες και αντιφατικές απόψεις ή απόψεις που με σημερινά κριτήρια δεν πείθουν ούτε έχουν κάποια επιστημονική αξία. Σημειώνουμε μερικές:
1. Τοποθετείται στο μύθο η εμφάνιση της τεχνικής («τῆς ἐντέχνου σοφίας σύν πυρί») πριν από τη συγκρότηση των πόλεων. Οι άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν «οἰκήσεις καί ἐσθήτας καί ὑποδέσεις καί στρωμνάς» (κατοικίες και ρούχα και παπούτσια και κλινοσκεπάσματα), προτού φτιάξουν κοινωνία. Και όμως η τεχνική (ή τεχνολογία) δεν μπορεί να νοηθεί έξω από την οργανωμένη κοινωνία. Η τεχνική προϋποθέτει συνεργασία και καταμερισμό εργασίας στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας. Ούτε «εὐπορία τοῦ βίου» (αφθονία μέσων ζωής) θα ήταν δυνατή έξω από τον οργανωμένο κοινωνικό βίο.
2. Τοποθετεί ο μύθος την εμφάνιση της θρησκείας και της θρησκευτικής τέχνης και λατρείας πριν από τη συγκρότηση της πόλης. Η θρησκεία είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό φαινόμενο. Δεν θα μπορούσε να εμφανισθεί την εποχή που οι άνθρωποι «ᾤκουν σποράδην». Η θρησκευτική λατρεία ήταν μια δημόσια υπόθεση. Και η θρησκευτική τέχνη μόνο μέσα σε μια οργανωμένη και «πολιτισμένη» κοινωνία θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν θα ήταν δυνατό μικρές ανθρώπινες ομάδες που κυνηγιούνταν από τα θηρία και έκαναν σκληρό αγώνα επιβίωσης να φτιάχνουν βωμούς και αγάλματα των θεών[1]. Ένας άνθρωπος, που ζούσε στην Αθήνα και έβλεπε πόσο στενά συνδεδεμένη ήταν η θρησκεία με την πόλη, ήταν αδιανόητο να υποστηρίζει τέτοιες απόψεις. Και όμως εδώ ο Πρωταγόρας τις υποστηρίζει ή τουλάχιστον τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας να τις υποστηρίζει.
3. Πιο παράξενο ακόμη είναι να παρουσιάζεται η διαμόρφωση της γλώσσας πριν από τη συγκρότηση κοινωνίας και να θεωρείται αποτέλεσμα της «ἐντέχνου σοφίας σύν πυρί». Η γλώσσα είναι κατάκτηση της οργανωμένης κοινότητας και προήλθε από την ανάγκη της επικοινωνίας και της διανθρώπινης συνεννόησης. Δεν είναι δυνατό να ήταν απόρροια της τεχνικής ανάπτυξης. Θα ήταν δυνατό επίσης να συνδεθεί η γλώσσα με την ανθρώπινη νόηση, με τη λογική φύση των ανθρώπων. Ο Πρωταγόρας όμως δε μιλά για την ανθρώπινη νόηση, που είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα, παρά το γεγονός ότι σε ένα σημείο τα άλλα ζώα χαρακτηρίζει άλογο, δηλ. ζώα που δεν έχουν «λόγον», σκέψη και νόηση. Το πιθανότερο είναι να δέχεται ο Πρωταγόρας ότι ο Προμηθέας έδωσε και τη σκέψη στους ανθρώπους, όπως όλες τις τέχνες, ακόμη και την τέχνη του λόγου, τουλάχιστον «δυνάμει». Την ιδέα αυτή είχε εκφράσει ήδη ο Αισχύλος στην τραγωδία «Προμηθεύς δεσμώτης». Στους στίχους 476-77 ο τιτάνας λέει: «Ενώ πρώτα σαν τα μωρά (οι άνθρωποι) ήταν, νου τους έβαλα και φρένες» (μετάφρ. Ι. Γρυπάρη). Βρήκε για λογαριασμό τους ακόμη και τον αριθμό και «γραμμάτων συνθέσεις».
Γενικά αυτό που γίνεται φανερό στον μύθο είναι ότι η τεχνική και ο τεχνικός πολιτισμός προηγήθηκαν από τον πνευματικό πολιτισμό. Πρώτα αναπτύχθηκαν οι πρακτικές τέχνες και έπειτα η θρησκεία, η τέχνη, η γλώσσα, η πολιτική. Πάνω όμως από τον τεχνικό πολιτισμό τοποθετεί ο Πρωταγόρας την πολιτική τέχνη. Πάνω απ’ όλες τις τέχνες στέκεται η πολιτική. Ο τεχνικός πολιτισμός αποδείχτηκε ανεπαρκής. Έλυσε τα οικονομικά προβλήματα των ανθρώπων, δεν μπόρεσε όμως να οδηγήσει στον οργανωμένο κοινωνικό βίο ούτε ήταν δυνατό να εξασφαλίσει τη βιολογική επιβίωση των ανθρώπων, να τους γλιτώσει από τον κίνδυνο των άγριων ζώων. Παρά το γεγονός ότι με τη βοήθεια της τεχνικής θα μπορούσαν οι άνθρωποι να κατασκευάσουν όπλα, ωστόσο δεν είχαν αναπτύξει την πολεμική τέχνη, η οποία είναι μέρος της πολιτικής. Πιο αναγκαία λοιπόν και ανώτερη από την τεχνική είναι η πολιτική τέχνη κατά τον Πρωταγόρα, η οποία εμφανίστηκε ή δόθηκε τελευταία στους ανθρώπους[2]. Γενικά, η σειρά με την οποία εμφανίζονται οι πολιτιστικές δραστηριότητες των ανθρώπων είναι:
α. Η «ἔντεχνος σοφία σύν πυρί», οι πρακτικές τέχνες μαζί με τη φωτιά[3],
β. η δημιουργία της θρησκείας και της (θρησκευτικής) τέχνης,
γ. η δημιουργία της γλώσσας,
δ. η αξιοποίηση των τεχνών και η κάλυψη των υλικών αναγκών των ανθρώπων[4],
ε. η απόχτηση της πολιτικής τέχνης.
Από τα πιο πάνω στοιχεία αυτό που έχει σχέση με το συζητούμενο θέμα, δηλ. το θέμα του διδακτού της αρετής, είναι η πολιτική τέχνη. Ποια λύση όμως δίνει ο Πρωταγόρας στο πρόβλημα του διδακτού της πολιτικής αρετής με τον μύθο του; Απλώς λέει ότι η πολιτική τέχνη «ν παρά τ Διί» (έμενε κοντά στον Δία) και χαρίστηκε με θέληση του θεού στους ανθρώπους. Μοιράστηκε μάλιστα σε όλους τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα μοιράστηκαν η αιδώς και η δίκη που αποτελούν το θεμέλιο της πολιτικής αρετής και της πολιτικής τέχνης. Είναι όμως επιστημονική εξήγηση αυτή για το πώς δημιουργήθηκε η πολιτική τέχνη ή μια καθαρά μυθολογική παρουσίαση του θέματος; Τι σημαίνει ότι η πολιτική κατοικούσε κοντά στον Δία; Αν αυτό δεν είναι μια χοντροκομμένη προσωποποίηση για τα δικά μας κριτήρια, είναι οπωσδήποτε αναφορά στη θρησκευτική πίστη ότι η Δίκη ήταν θεότητα, κόρη του Δία, και η Αιδώς «σύνθακος θρόνων» του Δία και σύντροφος της Δίκης, της Νεμέσεως[5]. Έπειτα τι σημαίνει ότι ο θεός έδωσε στους ανθρώπους την πολιτική τέχνη; Πώς την έδωσε; Πάντως δεν τη δίδαξε. Ο Δίας έστειλε τον « Ἑρμῆν ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδώ τε καί δίκην», ο Ερμής «δίδωσι δίκην καί αἰδώ», η δίκη και η αιδώς μοιράζονται, «νέμονται» στους ανθρώπους. Μόνο η φράση «δίκην δη και αιδώ οϋτω ϋώ έν τοις όνϋρώποις», που βάζει ο Πρωταγόρας στο στόμα του Ερμή, σημαίνει ίσως ότι ο θεός βάζει τη δίκη και την αιδώ μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, για να τις έχουν σαν έμφυτο κτήμα τους. Κάτι τέτοιο όμως αποκλείεται, γιατί η διανομή της αιδούς και της δίκης συνδέεται με τη διανομή των τεχνών, οι οποίες δεν είναι δυνατό να τεθούν μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αλλά να διδαχτούν και, στη μυθολογική γλώσσα, να «μοιραστούν». Ο Ερμής αναφέρεται σε μια διανομή των τεχνών που έγινε από τον κλέφτη τους, τον Προμηθέα, και όχι από κάποιον θεό με έγκριση ή εντολή του Δία. Οι τέχνες μοιράστηκαν από τον Προμηθέα μαζί με τη φωτιά, αν και δεν δηλώθηκε ότι μοιράστηκαν με βάση την αρχή του καταμερισμού της εργασίας. Αυτό λέγεται για πρώτη φορά από τον Ερμή («Νενέμηνται δέ -αἱ τέχναι- ὧδε· εἷς ἔχων Ἱατρικήν πολλοῖς ἱκανός ἰδιώταις, καί οἱ ἄλλοι δημιουργοί», δηλ. ένας που πήρε την ιατρική τέχνη επαρκούσε για πολλούς μη γιατρούς, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες).
Ας υποθέσουμε όμως ότι είτε διδάχτηκαν η αιδώς και η δίκη είτε τέθηκαν μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Τότε δημιουργούνται δυο προβλήματα:
α) αφού είναι πια έμφυτες μέσα στην ανθρώπινη ψυχή η αιδώς και η δίκη, ποιο νόημα έχει η απειλή του Δία «καί νόμον θές παρ’ ἐμοῦ τόν μή δυνάμενον αἰδοῦς και δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»; Ήταν δυνατό να αποκρούσει κανείς τη θεϊκή προσφορά, να ξεριζώσει από μέσα του την αιδώ και τη δίκη ή να μη τις δεχτεί καθόλου; Και
β) αφού δόθηκαν σε όλους ανεξαίρετα η αιδώς και η δίκη, τα στοιχεία δηλ. της πολιτικής αρετής, και όλοι τα γνωρίζουν, για ποιο λόγο χρειάζεται να διδαχτούν; Στο μύθο δεν αναφέρεται ότι υπάρχει η περίπτωση να ξεχνούν οι άνθρωποι την πολιτική αρετή και ότι συνεπώς είναι ανάγκη να διδάσκεται συνέχεια και να ανανεώνεται η γνώση της. Αναφέρεται μόνο η αδυναμία μερικών για «μετοχή» στην αιδώ και τη δίκη. Της αδυναμίας αυτής δε δηλώνονται τα αίτια, δε λέγεται δηλ. αν πρόκειται για φυσική αδυναμία, για την ανθρώπινη ελευθερία και αυθαιρεσία που απωθεί το δώρο του θεού κλπ.
Τελικά φαίνεται ότι ο μύθος μιλά περισσότερο εναντίον της άποψης του Πρωταγόρα. Αφού σε όλους δόθηκε η πολιτική αρετή και όλοι την κατέχουν, δεν έχει νόημα η διδασκαλία της ούτε η ύπαρξη δασκάλων της πολιτικής αρετής.



[1] Ο Nestle υποστηρίζει ότι οι λέξεις «βωμοί» και «αγάλματα» χρησιμοποιούνται για να δηλωθούν ακόμη και εντελώς πρωτόγονες μορφές λατρείας. Βωμός θα μπορούσε να είναι κάθε υπερυψωμένο έδαφος πάνω στο οποίο πρόσφεραν θυσίες, ενώ το άγαλμα θα μπορούσε να είναι ένα ακατέργαστο είδωλο χωρίς ανθρώπινη μορφή.

[2] Το ότι η πολιτική τέχνη ήταν πιο σπουδαία και πιο αναγκαία για τους ανθρώπους δείχνει και το ότι αυτή ακριβώς ήθελε να κλέψει ο Προμηθέας, αλλά δεν πρόφταινε («οὐκέτι ἐνεχώρει»· ήταν η ημέρα κατά την οποία έπρεπε ο άνθρωπος να βγει «ἐκ γῆς εἰς φῶς») ούτε μπορούσε, γιατί η πολιτική κατοικούσε κοντά στον Δία και τη φύλαγαν «φοβεροί φύλακες», το Κράτος και η Βία. Στο κείμενο δίνεται η εντύπωση ότι σκοπός του Προμηθέα ήταν να κλέψει και τη φωτιά από το εργαστήρι του Ηφαίστου και την πολιτική τέχνη από το παλάτι του Δία. Το ότι όμως ο Πρωταγόρας επανέρχεται για δεύτερη φορά στο θέμα της κλοπής της φωτιάς («κλέπτει ᾿Ηφαίστου καί Ἀθηνᾶς τήν ἔντεχνον σοφίαν σύν πυρί», και πιο κάτω «εἰς δέ τό τῆς Ἀθηνᾶς καί Ἠφαίστου οἴκημα τό κοινόν... λαθών εἰσέρχεται καί κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην...») σημαίνει ότι τελικά ο Προμηθέας περιορίστηκε στην κλοπή της φωτιάς, ότι η κλοπή της φωτιάς ήταν η μόνη δυνατότητα που είχε.
[3] Ο Προμηθέας έδωσε στον άνθρωπο (ήδη προτού βγει από το υπόγειο εργαστήρι των θεών) και τη φωτιά και τις τέχνες: «κλέπτει ᾿Ηφαίστου τήν ἔντεχνον σοφίαν σύν πυρί (δηλ. τη μεταλλουργική) και την της Ἀθηνᾶς», δηλ. τις άλλες τέχνες, π.χ. την οικοδομική, την τέχνη της γεωργίας και άλλες ειρηνικές τέχνες που είχε εφεύρει και προστάτευε η Αθηνά. Τη φωτιά ο Προμηθέας την πρόσφερε, ενώ τις τέχνες ασφαλώς θα τις δίδαξε.
[4] Την αξιοποίηση των τεχνών και την κάλυψη των αναγκών αναφέρει ο Πρωταγόρας μετά τη δημιουργία της θρησκείας, της τέχνης και της γλώσσας, ενώ ασφαλώς θα προηγήθηκαν (βλ. 32 ΙΕ). Κατά τον Πρωταγόρα οι άνθρωποι βιάστηκαν να φτιάξουν πρώτα θρησκεία και ύστερα να φροντίσουν για τις υλικές τους ανάγκες. Έπρεπε να δείξουν πρώτα την ευγνωμοσύνη τους στους θεούς. Ακόμη και η γλώσσα διαμορφώθηκε πριν από την ανάπτυξη των πρακτικών τεχνών και στα γρήγορα («φωνήν καί ὀνόματα ταχύ διηρθρώσατο -ὁ ἄνθρωπος - τῇ τέχνῃ»). Ο Πρωταγόρας αγνοεί την έννοια της εξέλιξης της γλώσσας στο σημείο αυτό. Οπωσδήποτε όμως πίστευε ότι η πρώτη γλώσσα των ανθρώπων ήταν διαφορετική από την ελληνική, αν και στο μύθο είναι φυσικό όλα να «ελληνικοποιούνται».
[5] Η πίστη αυτή εκφράζεται για πρώτη φορά καθαρά στον Ησίοδο.

Ο μύθος του Πρωταγόρα



α) Ο μύθος
Υποστηρίζεται ότι ο μύθος που διηγείται ο Πρωταγόρας περιεχόταν στο έργο του που είχε τον τίτλο Περί της εν αρχή καταστάσεως (η αρχική κατάσταση του κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας). Άλλοι υποθέτουν ότι ο Πλάτωνας στο διάλογό του κάνει μια διασκευή εκείνων που θεωρητικά ανέπτυσσε ο Πρωταγόρας στο πιο πάνω έργο του, παρουσιάζοντάς τα με τη μορφή ενός μύθου. Ποια λογική αξία όμως μπορεί να έχει ο μύθος που βάζει στο στόμα του Πρωταγόρα ο Πλάτωνας; Ποια λογική αξία μπορεί να έχει γενικά ένας μύθος; Είναι γνωστό ότι ο μύθος παρουσιάζεται εκεί που δεν είναι δυνατός ο λόγος, εκεί που δεν είναι δυνατό να δοθεί μια λογική και επιστημονική ερμηνεία των φαινομένων ή των γεγονότων. Ο μύθος καταφεύγει στο υπερφυσικό, στις εικόνες, στις μεταφορές και στις υπερβολές. Στο μύθο όλα γίνονται με την παρέμβαση θεϊκών και υπερφυσικών δυνάμεων, όλα εξηγούνται με την έννοια του θαύματος. Λέγεται συνήθως ότι και ο μύθος έχει μέσα του έναν πυρήνα αλήθειας. Η αλήθεια του μύθου μπορεί να αποκαλυφθεί με τη λεγόμενη «απομυθοποίηση» ή «απομύθευση». Είναι όμως δυνατό ένας μύθος να αστοχεί τελείως στην προσπάθεια του να εξηγήσει κάτι και να μην έχει καμιά ερμηνευτική αξία, αλλά να είναι προϊόν μιας πλούσιας και αυθαίρετης φαντασίας. Το μύθο χρησιμοποιεί και ο Πλάτωνας στις περιπτώσεις που κρίνει ανεπαρκή τη λογική ερμηνεία ενός προβλήματος. Σε ορισμένα ζητήματα, αν δεν μπορούμε να βρούμε κάτι με τον «λόγον», αν δεν μπορούμε να βρούμε λογικές λύσεις και εξηγήσεις, καταφεύγουμε στο μύθο και στην πίστη, ακόμη και σε «γραώδεις μύθους», μύθους που λένε οι γριές (Γοργίας 527 Α). Και ο Πρωταγόρας, όπως βλέπουμε, δείχνει συμπάθεια στους μύθους, τους βρίσκει χαριτωμένους· αντιστρέφει όμως τη σειρά: πρώτα διηγείται το μύθο και ύστερα καταφεύγει στον «λόγον». Δίνει την εντύπωση ότι χειρίζεται το μύθο σαν υπόβαθρο του λόγου, όχι σαν συμπλήρωμα του. Ο μύθος περιέχει βασικές αλήθειες τις οποίες ο λόγος είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη.
Όσο αφορά τον μύθο του Πρωταγόρα για την αρχική κατάσταση του κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι ένας πρωτότυπος μύθος, επινοημένος από τον Πρωταγόρα. Η κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα ήταν ένας παλιός και γνωστός μύθος που συναντιέται ήδη στον Ησίοδο. Τον χρησιμοποίησε και ο Αισχύλος σαν θέμα τραγωδιών του. Μόνο ορισμένες λεπτομέρειες για την αρχική κατάσταση των ανθρώπων και ως ένα σημείο η ιδέα της μετάδοσης της πολιτικής τέχνης στους ανθρώπους από τον Δία ανήκουν στον Πρωταγόρα. Αν κρίνουμε τον πρωταγόρειο μύθο από την άποψη του περιεχομένου και της αλήθειας που περιέχει, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα θετικά στοιχεία, που στέκουν και με σημερινά κριτήρια ή οπωσδήποτε είναι αξιόλογα. Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής:


1. Ο μύθος περιέχει ορισμένες φιλοσοφικές και κοσμολογικές ιδέες. Τέτοια είναι η ιδέα ότι οι ζωντανοί οργανισμοί αποτελούνται από χώμα και φωτιά («ἐκ γῆς καί πυρός») και από «ὅσα πυρί καί γῇ κεράννυται» (όσα μπορούν να αναμιχθούν με φωτιά και χώμα), δηλ. από νερό και αέρα[1], συνολικά από τέσσερα στοιχεία. Η θεωρία αυτή θυμίζει τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή ή και του Παρμενίδη, αν δεχτούμε ότι ο Πρωταγόρας προβάλλει το χώμα και τη φωτιά σαν τα δυο πιο βασικά στοιχεία. Ταυτόχρονα βλέπουμε ότι η βιολογική ζωή έχει μια αρχή, δεν είναι αιώνια. Κάποτε δεν υπήρχε. Υπήρχαν μόνο θεοί. «῏Ην γάρ ποτέ χρόνος, ὅτε θεοί μέν ἦσαν, θνητά δέ γένη οὐκ ἦν». Η φράση «θεοί ἦσαν» έρχεται σε αντίθεση με τη διατύπωση του Πρωταγόρα «περί θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ᾿ ὡς εἰσίν οὔθ᾿ ὡς οὐκ εἰσίν» (για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν). Σε ένα μύθο όμως μπορεί ο Πρωταγόρας να μιλά για θεούς, δημιουργούς όλων των ζωντανών οργανισμών και του ανθρώπου. Δε λέει ότι είναι αιώνιοι οι θεοί· απλώς υπήρχαν σε μια περίοδο που δεν είχαν την τύχη να υπάρχουν «θνητά γένη». Όλα φαίνεται να τα κανονίζει η Ειμαρμένη («ἐπειδή καί τούτοις χρόνος ἦλθεν εἰμαρμένος γενέσεως»). Μια αόρατη και άγνωστη ειμαρμένη καθορίζει το χρόνο γένεσης και των θεών και των ζώων, και των αθάνατων όντων και των θνητών. Οι αθάνατοι θεοί δε σημαίνει ότι ήσαν αιώνιοι, αλλά ότι πλάστηκαν και τους δόθηκε το χάρισμα να μη πεθαίνουν ποτέ. Όλα γίνονται μέσα στη διάρκεια του χρόνου, αν και η φράση «῏Ην γάρ ποτέ χρόνος..» ήταν μια τυπική φράση με την οποία άρχιζε ένας μύθος, κάτι ανάλογο με το «Μια φορά κι έναν καιρό...» που χρησιμοποιούμε σήμερα στα παραμύθια.
2. Ο μύθος περιέχει ορισμένες βιολογικές αλήθειες:
α) μιλά για τον νόμο της αναπλήρωσης· η αδυναμία σε ορισμένα ζώα αναπληρώνεται με την ικανότητα για γρήγορο τρέξιμο για να αποφεύγουν τον κίνδυνο, και με «πολυγονία», με την ικανότητα να αφήνουν πολλούς απογόνους, για να μη διατρέχουν τον κίνδυνο του αφανισμού από τα ισχυρότερα ζώα. Ο μηχανισμός της αναπλήρωσης δεν προήλθε από τον αγώνα των ζώων για επιβίωση (όπως υποστήριξε στα νεότερα χρόνια ο Δαρβίνος και δεχόμαστε σήμερα), αλλά ήταν ένα δώρο του Επιμηθέα που δόθηκε από την αρχή για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Γίνεται δηλ. τελολογική θεώρηση του φαινομένου της αναπλήρωσης. Δίνονται απλώς στα ζώα ορισμένες ικανότητες από ένα τιτάνα και για κάποιο σκοπό και δεν κατακτώνται «εκ των υστέρων», ύστερα από προσπάθειες και εξάσκηση των ζωντανών οργανισμών,
β) Αναφέρονται στον μύθο τα φαινόμενα της εξαφάνισης και της διατήρησης των ειδών: «μή τι γένος ἀϊστωθείη» (για να μην εξαφανιστεί κάποιο είδος) - «σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων» (εξασφαλίζοντας σωτηρία στο συγκεκριμένο είδος),
γ) Εκφράζεται η ιδέα της ισορροπίας στη φύση (τουλάχιστον ανάμεσα στα ζώα) με τελικό σκοπό να διατηρούνται όλα τα ζωικά είδη.
δ) Τονίζεται το γεγονός ότι ο άνθρωπος ήταν το λιγότερο εξοπλισμένο από όλα τα ζώα, το βιολογικά πιο ανίσχυρο («γυμνός, ἀνυπόδητος, ἄστρωτος, ἄοπλος»), στο έλεος των σαρκοβόρων θηρίων. Αυτό ήταν ένα λάθος του Επιμηθέα που ξόδεψε τις δυνάμεις, τις έδωσε στα άλλα ζώα, χωρίς να το καταλάβει. Το λάθος διορθώθηκε με δωρεά στους ανθρώπους της φωτιάς και των τεχνών από τον Προμηθέα. Ο τεχνικός πολιτισμός ήρθε να αναπληρώσει τη φυσική αδυναμία του ανθρώπου. Χωρίς την τεχνική η επιβίωση των ανθρώπων θα ήταν προβληματική.
3. Στο μύθο γίνονται ορισμένες «κοινωνιολογικές» παρατηρήσεις που αφορούν την αρχική κατάσταση της ανθρώπινης κοινωνίας. Στην αρχή οι άνθρωποι «ὤκουν σποράδην», δηλ. σαν σκόρπιες ομάδες. Ο παράγοντας που τους ανάγκασε να συγκροτήσουν κοινωνία («πόλεις») ήταν ο κίνδυνος από τα θηρία[2]. Η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων ήταν προβληματική, γιατί δεν είχαν την πολιτική τέχνη. Εξαιτίας της έλλειψης της πολιτικής τέχνης οι άνθρωποι είχαν την τάση να αδικούν ο ένας τον άλλον. Αυτή η κατάσταση δεν ήταν υποφερτή. Οι άνθρωποι διέλυαν την κοινωνική τους συμβίωση. Ο κίνδυνος όμως ήταν μπροστά τους: κατασπαράσσονταν από τα άγρια θηρία που ήταν ισχυρότερά τους. Πραγματικά υπήρχε κίνδυνος ολοκληρωτικού αφανισμού των ανθρώπων. Τη στιγμή αυτή παρεμβαίνει ο Δίας και δίνει τη λύση στο πρόβλημα. Έστειλε στους ανθρώπους μέσω του Ερμή την «αἰδώ καί τἠν δίκην», που αποτελούν τη βάση της πολιτικής τέχνης και εξασφαλίζουν τη συνοχή των ανθρώπινων ομάδων. Η αιδώς και η δίκη μοιράστηκαν σε όλους τους ανθρώπους ανεξαίρετα και επιβλήθηκε η υποχρέωση με ποινή θανάτου όλοι να κρατούν μέσα τους τα δώρα αυτά.



[1] Το νερό ανακατεύεται με το χώμα και ο αέρας με τη φωτιά. Την ανάμιξη των τεσσάρων στοιχείων κάνουν οι θεοί που πλάθουν τα ζώα σε κάποιο εργαστήριο βαθιά στη γη. Στη συνέχεια τα οδηγούν πάνω στη γη και στο φως της ημέρας, αφού προηγουμένως ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας τα εξόπλισαν με τις απαραίτητες δυνάμεις. Ανάμεσα στα ζώα ήταν και ο άνθρωπος.
[2] Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του (369 Β) σαν λόγο σύμπηξης της κοινωνίας θεωρεί όχι τον κίνδυνο από τα θηρία, αλλά τη μεγάλη ποικιλία των υλικών αναγκών που έχει ο άνθρωπος και που δεν μπορεί να τις καλύψει μόνος του: «Γίγνεται πόλις... επειδή τυγχάνει ἡμῶν ἕκαστος οὐκ αὐτάρκης, ἀλλά πολλῶν ἐνδεής».

ΓΕΝΕΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ



Στο μύθο του ο Πρωταγόρας επιχειρεί να ερμηνεύσει τη γένεση της θρησκείας και των θρησκευτικών ιδεών. Λέει: «Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μέν διά τήν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεούς ἐνόμισεν καί ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καί ἀγάλματα θεῶν» (Επειδή ο άνθρωπος πήρε μέρος σε κάτι θεϊκό, στην αρχή λόγω της συγγένειας με το θεό, μόνο αυτός από τα άλλα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να φτιάχνει βωμούς και αγάλματα θεών). Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι κατά τον Πρωταγόρα ο άνθρωπος δεν «ἐνόμισεν θεούς» επειδή δημιουργήθηκε απ’ αυτούς. Στους θεούς πίστεψε από τη στιγμή που έλαβε το δώρο της φωτιάς. Υπονοείται ότι ο άνθρωπος εντυπωσιάστηκε αφάνταστα από τη φωτιά. Τη θεώρησε σαν θεϊκό στοιχείο, σαν κάτι που το είχαν μόνο οι θεοί. Ξαφνικά βλέπει το στοιχείο αυτό να κατεβαίνει και στη γη. Ο άνθρωπος απέκτησε ένα θεϊκό στοιχείο και ένιωσε σαν συγγενής των θεών[1]. Έτσι εξηγείται γιατί ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο που πίστεψε σε θεούς, ένιωσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς, αναγνώρισε την ανωτερότητά τους και «ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καί ἀγάλματα θεῶν», για να αποδίδει σ’ αυτούς λατρεία. Οι άνθρωποι δεν λάτρεψαν ιδιαίτερα τον Προμηθέα που τους χάρισε την κλεμμένη φωτιά, αλλά τους θεούς από τους οποίους προερχόταν το θεϊκό αυτό δώρο, σύμφωνα με τη φαντασία τους. Πάντως για τον Πρωταγόρα το στοιχείο της φωτιάς δεν είναι αρκετό να μας πείσει για την ύπαρξη των θεών. Η παρουσία της φωτιάς δεν είναι καμιά ένδειξη για την ύπαρξη θεών, η φωτιά δεν είναι «θεϊκό» στοιχείο[2]. Ο Πρωταγόρας είχε λόγους να αμφιβάλλει για την ύπαρξη θεών. Τις σχετικές του απόψεις ανέπτυξε σε ιδιαίτερο έργο που επιγραφόταν «Περί θεῶν». Τα αντίτυπα του έργου αυτού κάηκαν δημόσια και ο Πρωταγόρας διώχτηκε για αθεΐα.


[1] Η φράση «διά τήν τοῦ θεοῦ συγγένειαν» θεωρήθηκε προσθήκη από κάποιον χριστιανό αντιγραφέα ή, το πιθανότερο, από Στωικό φιλόσοφο (βλ. W. Nestle, Protagoras, σ. 96). Η συγγένεια πάντως, για την οποία γίνεται λόγος εδώ, δεν έχει σχέση με το «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν θεοῦ», όπως τονίζεται στη Βίβλο και τον Χριστιανισμό, ή όπως παρουσιάζεται από τους Στοιικους, αλλά εννοείται σαν συγγένεια που οφείλεται στην κατοχή της φωτιάς. Το θεϊκό αυτό δώρο έφερε τον άνθρωπο κοντά στον θεό.
[2] Πραγματικά, για να μιλήσει κάποιος για «θεϊκά στοιχεία», πρέπει να έχει στη συνείδηση του την παράσταση των θεών, την έννοια του θεού. Εδώ όμως προηγείται η φωτιά. Ο άνθρωπος τη χαρακτηρίζει σαν «θεϊκό» στοιχείο, ενώ δε γνωρίζει απολύτως τίποτα για τους θεούς. Είναι φανερό το πρωθύστερο στο οποίο πέφτει φυσικά όχι ο άνθρωπος, αλλά ο Πρωταγόρας, όταν παρουσιάζει τον άνθρωπο να ανάγεται από τη φωτιά στους θεούς και όχι να ξεκινά από τους θεούς και να καταλήγει στη φωτιά. Και όμως είναι απλό· ο χαρακτηρισμός της φωτιάς ως θεϊκού στοιχείου προϋποθέτει την πίστη σε θεούς. Την πίστη αυτή θα άντλησε ο άνθρωπος από άλλη πηγή και όχι από τη φωτιά.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι ο θρησκευτικά αγνωστικιστής και άθεος Πρωταγόρας ενδιαφέρεται να εξηγήσει από πού προήλθε η θρησκεία. Το ότι «ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας», αυτό το πίστεψαν οι πρώτοι άνθρωποι. Αυτοί «ἐνόμισαν θεούς». Ο Πρωταγόρας «οὐ νομίζει θεούς».

ΑΙΔΩΣ ΚΑΙ ΔΙΚΗ



 Η Αιδώς και η Δίκη ήταν βέβαια θεότητες για τους αρχαίους Έλληνες. Είχαν την έδρα τους κοντά στον θρόνο του Δία. Η Αιδώς ήταν παραμάνα της θεάς Αθηνάς και προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Η Δίκη ήταν κόρη του Δία και επαγρυπνούσε για την τήρηση των αιώνιων ηθικών νόμων, της ηθικής τάξης, και κατέφθανε τιμωρός όπου παραβιαζόταν η τάξη αυτή. Έστελνε τις βοηθούς της, τις Ερινύες, ή τιμωρούσε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Στον μύθο όμως του Πρωταγόρα η αιδώς και η δίκη παρουσιάζονται όχι σαν θεότητες, αλλά σαν ηθικές δυνάμεις που προσφέρονται στους ανθρώπους. Η αιδώς δηλώνει την εσωτερική δύναμη που μας εμποδίζει να κάνουμε το κακό, που μας επιβάλλει να σεβόμαστε τους συνανθρώπους μας. Η δίκη από το άλλο μέρος εκφράζει την έμφυτη συναίσθηση του δικαίου που μας εμποδίζει να βλάπτουμε τον άλλον. Είναι μάλλον λάθος να λέμε ότι η αιδώς αντιστοιχεί στον άγραφο νόμο, ενώ η δίκη στον γραπτό. Στην αρχή όλοι οι νόμοι ήταν συγκεκριμένοι, αλλά άγραφοι (πρβλ. τη φράση στην Αντιγόνη του Σοφοκλή «ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα», στ. 454-55). Η αιδώς φαίνεται ότι ήταν ο φόβος και η ντροπή που ένιωθε ο άνθρωπος μόλις του παρουσιαζόταν η δυνατότητα ή η παρόρμηση να κάνει το κακό, να βλάψει τους άλλους. Η αιδώς ήταν ένας εσωτερικός μηχανισμός που συγκρατούσε τον άνθρωπο ώστε να μην κάνει το κακό, προκαλούσε συναισθήματα φόβου και ντροπής μπροστά στην προοπτική να κάνει κάτι σε βάρος των άλλων. Αντίθετα η δίκη, ήταν βέβαια κι αυτή μια εσωτερική δύναμη που επέβαλλε τον σεβασμό απέναντι στους άλλους, μια έμφυτη συναίσθηση δικαιοσύνης που εμπόδιζε τον καθένα να αδικεί, κατέληγε όμως και στη θέσπιση κανόνων και νόμων, στην καθιέρωση μιας αντικειμενικής τάξης δικαίου και στην επιβολή ποινών σε όσους παραβίαζαν την τάξη αυτή. Η δίκη απαιτεί τιμωρία. Αιδώς - θα λέγαμε τελικά - είναι η ηθική συνείδηση και το ηθικό συναίσθημα, ενώ δίκη η επιβολή μιας τάξης και η περιφρούρηση της τάξης αυτής με επιβολή κυρώσεων. Η αιδώς και η δίκη[1] - που δεν ήταν βέβαια κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος ή προϊόν κοινωνικής εξέλιξης, αλλά δώρα του θεού - θα έθεταν τέρμα στο φαινόμενο της αδικίας και θα έκαναν δυνατή τη μόνιμη συμβίωση των ανθρώπων.




[1] Απλά οι όροι αυτοί θα ήταν δυνατό να αποδοθούν: ο αλληλοσεβασμός και το συναίσθημα του δικαίου.